ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
μεταπτοιώ — μεταπτοιῶ, έω (Α) φεύγω από έναν τόπο από φόβο και ζητώ καταφύγιο αλλού («ἔχθει μεταπτοιοῡσαν εὐναίων γάμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πτοιῶ (< πτοία «ταραχή, φόβος»)] … Dictionary of Greek
μετατάσσω — (ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) [τάσσω] τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ νεοελλ. 1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο 2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή μσν … Dictionary of Greek
Ταύροι — Οι φυλές που κατοικούσαν στην αρχαία Ταυρική. Οι βόρειοι ήταν νομάδες και οι νότιοι γεωργοί. Λάτρευαν την παρθένα θεά Oρσιλόχη ή Ταυρώ, την οποία οι Έλληνες ταύτιζαν με την Άρτεμη. Ιέρειά της έγινε η Ιφιγένεια. Οι Τ. έκαναν ανθρωποθυσίες με… … Dictionary of Greek