ἔχθει

ἔχθει
ἔχθος
hate
neut nom/voc/acc dual (attic epic)
ἔχθεϊ , ἔχθος
hate
neut dat sg (epic ionic)
ἔχθος
hate
neut dat sg
ἔχθω
hate
pres ind mp 2nd sg
ἔχθω
hate
pres ind act 3rd sg
ἐχθέω
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἐχθέω
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… …   Dictionary of Greek

  • μεταπτοιώ — μεταπτοιῶ, έω (Α) φεύγω από έναν τόπο από φόβο και ζητώ καταφύγιο αλλού («ἔχθει μεταπτοιοῡσαν εὐναίων γάμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πτοιῶ (< πτοία «ταραχή, φόβος»)] …   Dictionary of Greek

  • μετατάσσω — (ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) [τάσσω] τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ νεοελλ. 1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο 2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή μσν …   Dictionary of Greek

  • Ταύροι — Οι φυλές που κατοικούσαν στην αρχαία Ταυρική. Οι βόρειοι ήταν νομάδες και οι νότιοι γεωργοί. Λάτρευαν την παρθένα θεά Oρσιλόχη ή Ταυρώ, την οποία οι Έλληνες ταύτιζαν με την Άρτεμη. Ιέρειά της έγινε η Ιφιγένεια. Οι Τ. έκαναν ανθρωποθυσίες με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”